Η ευεργεσία του Λ. Μελά στη δημιουργία του υπέροχο ελληνικού παιδικού καλου βιβλιου


Ο Λ. Μελάς (1812-1879) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από αστική ηπειρώτικη φαμίλια. Έζησε, ακολουθώντας την οικογένειά του και αργότερα για σπουδές, σε πολλά μέρη του ελλαδικού χώρου και της Ευρώπης. Αναγορεύτηκε καθηγητής της νομικής στο πανεπιστημιακό ίδρυμα της Πίζας και ασχολήθηκε με τη δικαστικό σώμα και της πολιτική. Διετέλεσε ακόμη υπουργός δικαιοσύνης και παιδείας κατά την οθωνική περίοδο και δίδαξε στο νεοσύστατο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Στα μεταγενέστερα χρόνια, μετά από μια δεκαετή παραμονή του στά Λονδίνο, ανέπτυξε ενεργό εκπαιδευτική δράση ως μέλος και πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Σωματείου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων. Εισήγαγε μάλιστα το μάθημα την παιδαγωγικής στο Παρθεναγωγείο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, το οποίο δίδαξε ο ίδιος. Καρπός των μαθημάτων αυτών συνιστά το σύγγραμμά του Παιδαγωγικόν Εγχειρίδιον, που εκδόθηκε τη 1871 και αποτελεί μια πρόδρομη έκφανση της ερβαρτιανής παιδαγωγικής στον ελληνικό σημείο. Στο πλαίσιο των παιδαγωγικών του ενδιαφερόντων θα ασχοληθεί με τη συγγραφή "ωφελίμων αναγνωσμάτων" για τα παιδιά στοχεύοντας στην ηθική και εθνική τους οδήγηση, στοιχείο που δηλώνεται με σαφήνεια στά προοιμιακό κεφάλαιο του πρωτόλειου έργου του Ο Γεροστάθης.

O Λ. Μελάς εμπνεύστηκε και έγραψε το εκτενές αυτό αφήγημα την εποχή της παραμονής του στά Λονδίνο, παρόλα αυτά τυπώθηκε το 1858 στην Αθήνα από το τυπογραφείο του Λάζαρου Βιλαρά με τον τίτλο Ο Γεροστάθης ή μνήμες της παιδικής μου ηλικίας και είναι αφιερωμένο στον ευεργέτη του Φ. Λαβράνο. Πρότυπο του έργου συνιστά το γαλλικό σύγγραμμα Simon de Nantua του Pierre Laurent de Zussieu, το οποίο κρατούσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία ως οικογενειακό και σχολικό σύγγραμμα (Στουραΐτης, 1924, Πάτσιου, 1995, Κοντογιάννη, 2003).

Ο Γεροστάθης παρόλο που εκδόθηκε εναντίον 50 δεκαετίες αργότερα από το πρότυπό του, για την Ελλάδα ερχόταν στην ώρα του, ακριβώς όταν άρχιζε να διαγράφεται η τροπή οι νεοελληνικής κοινωνίας προς το φιλελευθερισμό, όταν τα Ελληνόπουλα είχαν υποχρέωση από διπλωματική κοινωνικοποίηση και τα ισχύοντα σχολικά αναγνώσματα αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στα αιτήματα την εποχής (Δημαράς, 1951).

Ο καμβάς ο οποίος συγκρατεί και συνέχει το κείμενο είναι η ιστορία του ομώνυμου ήρωα ο οποίος επιστρέφει λιγάκι πριν την επανάσταση, εβδομηκοντούτης περίπου, στη γενέθλια γη, μια κωμόπολη της Ηπείρου, την οποία είχε εγκαταλείψει στη νεανική του ηλικία μετά τα εγκύκλιες σπουδές του με σκοπό να αναζητήσει οι τύχη του στην Γηραιά ηπειρο. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του εύπορος, πλην από τον κοινωνική του προσφορά μαρτυρά έμπρακτα τη ενδιαφέρον του για τον εκπαίδευση των νέων κατά τη πρότυπο του φωτισμένου εμπόρου της σεζόν ( Vitti, 1989 ). Με τη γλυκύτητα του χαρακτήρα του και τον πλούτο των γνώσεών του κατορθώνει να προσελκύσει γύρω του όλα της παιδιά την γενέτειράς του, με τις οποία αναπτύσσει μια παιδαγωγική σχέση βασισμένη στην αμοιβαία αγάπη και σεβασμό. Ο Γεροστάθης κατά τη περίοδο περιπάτων ή συναντήσεων στο σπίτι του και στο σχολείο βρίσκει την ευκαιρία να μεταδώσει στα παιδιά ένα ευρύ φάσμα γνώσεων με στόχο τη διαφώτισή τους και την ηθική και διπλωματική τους εκπαίδευση.

Το αφηγηματικό υλικό, τα οποίο ενσφηνώνεται αλλεπάλληλα στην υποτυπώδη πλοκή και συγκροτεί το πλέγμα αναφορικότητας του κειμένου, αντλείται στην πλειονότητά του από την classic μας γραμματεία και συνιστά κυρίως αρχαίου χαρακτήρα. Επιπλέον εμφανίζονται με μικρότερη συχνότητα στοιχεία από τις μεταγενέστερες ιστορικές μας περιόδους, από την ελλαδική μυθολογία, από τα ρωμαϊκά χρόνια, από την εκκλησιαστική μας ιστορία και ακόμη στοιχεία από τη νεότερη παγκόσμια ιστορία και λογοτεχνία. Με αυτόν τον τρόπο Ο Γεροστάθης αναδεικνύεται σε ένα "πολυπολιτισμικό εντευκτήριο" και παρόλο που το αναπλαισιωμένο υλικό εξυπηρετεί πρωτίστως ηθικοπλαστικούς στόχους, λειτουργεί συνάμα και ως "αποθήκη ωφελίμων γνώσεων" για τους αναγνώστες.

Την αφηγηματικά επιλογές του κειμένου απηχούν στο σύνολό τους τις παιδαγωγικές και διδακτικές αντιλήψεις του Λ. Μελά, όπως αυτές εγγράφονται στίς παιδαγωγικά του συγγράμματα. Έτσι στο επίπεδο της δομής Ο Γεροστάθης αποτελείται από τρία εκτενή τμήματα, η συγκρότηση των οποίων ακολουθεί το κύριο παιδαγωγικό του πιστεύω για την ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού. «Η παιδαγώγησις ημών πρέπει να είναι γενική καλλιεργούσα συγχρόνως απάσας τας τε σωματικάς και ψυχικάς ημών δυνάμεις» όθεν «να επιτύχωμεν την αρμονίαν και ισορροπίαν των δυνάμεων και άρα το καλώς είναι» κοινοποιεί στα παιδαγωγικά του αρχαία κείμενα ( Mελάς, 1879 ).

Κατ’ αυτόν τον τρόπο το πρώτο μέρος συσχετίζεται με στην υγεία του σώματος, το δεύτερο στην υγεία του ‘νοός’ και το τρίτο στην υγεία της ‘καρδίας’, στις δε αμέσως μεταγενέστερες εκδόσεις θα τιτλοφορήσει με αντίστοιχους τίτλους τα επιμέρους τμήματα. Τα κάθε 1 από της τρία τμήματα αποτελείται από ομοιογενή ως προς το θέμα κεφάλαια, τα οποία ξετυλίγουν βασικές πτυχές του κεντρικού θέματος με στόχο την πλήρη ανάπτυξή του. Τέλος τα κάθε κεφάλαιο συγκροτείται από παρεμφερείς ενότητες, οι οποίες στηρίζουν τα προβληματική του, πραγματώνοντας πολύπλευρα το στόχο του. Παρατηρούμε λοιπόν ότι ως προς την επιφανειακή του στήσιμο Ο Γεροστάθης ακολουθεί το σύνθεση 1 διδακτικού εγχειριδίου γραμμένου με την εγκυκλοπαιδική μέθοδο. Με την αναγνωστική του πλησίασμα όμως ο αναγνώστης προσλαμβάνει ένα ενιαίο αφηγηματικό σύνταγμα με κεντρικό συνεκτικό μίτος, των επιμέρους αφηγηματικών δομών, τον εβδομηκοντούτη, σεβάσμιο γέροντα, η φυσιογνωμία του οποίου διατρέχει όλο το κείμενο. Στην αίσθηση αυτή έχει συμβολή και η μόνιμη οντότητα των παιδιών της ηπειρώτικης κωμόπολης, οι οποία συνιστά και οι εγγεγραμμένοι αποδέκτες της αφήγησης. Προς οι ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και ο ουσιώδης χωροχρόνος τα ιστορίας αλλά και οι ιδεολογικές τα παράμετροι, οι οποίες συγκλίνουν στον κόσμο στόχο: τη διαμόρφωση του χρηστού κατοίκου, βασικού παράγοντα της εθνικής αναγέννησης.

Μπορεί να υποστηριχθεί λοιπόν ότι κατά βάθος το άρθρο ακολουθεί της ερβαρτιανή τρόπο σύνθεσης, η οποία διακρίνεται για την ενιαίο αφηγηματικό χαρακτήρα του αναγνώσματος. Επιπροσθέτως η ερβαρτιανή παιδαγωγική εγγράφεται στη δομή των επιμέρους ενοτήτων, πού κατά βάση αναπλαισώνεται ιστορικό υλικό από διάφορες πηγές με πριμοδότηση του Ξενοφώντα και του Πλούταρχου. Ούτως πολλές από τις αφηγηματικές ενότητες δομούνται σύμφωνα με το κάτωθι σχήμα: Αρχικά γίνεται δοκίμιο ενός περιστατικού από την καθημερινή ζωή, την ιστορία ή τη φυσικό λαό με στόχο τη προέλευση απορίας και ενδιαφέροντος. Στη συνέχεια παρεμβαίνει ο Γεροστάθης επεξηγηματικά και φρονηματιστικά χρησιμοποιώντας αρκετά παραδείγματα ιστορικών προσώπων ή γεγονότων, τα οποία, παρά τη χωροχρονική τους ετερογένεια, συνδέονται μετωνυμικά, δημιουργώντας ένα άρτιο αισθητικά αφηγηματικό σύνταγμα. Εξαφάνιση γίνεται αναγωγή από τη μεμονωμένο στο γενικό και πάντοτε η μεταφορά στα «καθ’ ημάς» στο πλαίσιο των ηθικοδιδακτικών του στόχων. Παράλληλα αξιοποιούνται και άλλα δομικά σχήματα, αντλημένα, όλα σχεδόν, από το σημείο των παιδαγωγικών στοχασμών του συγγραφέα. Ανάλογα η θεμελίωμα κάποιων ενοτήτων ακολουθεί το διάταξη από τα κοντά στα μακρύτερα, από τη ατομικό στά συλλογικό, από το ειδικό στο γενικό.

Αξιοσημείωτος ακόμα είναι και ο ενσωματωμένος έμμετρος λογική, που εν είδει σφραγίδας κλείνει τα κάθε κεφάλαιο, και ο οποίος, σε ανταπόκριση με την ιδέα του Λ. Μελά για τη μνημοτεχνική αξία την ποίησης, περιέχει επιγραμματικά τη κεντρικό αναγγελία του κεφαλαίου. Ενδεικτικά παρουσιάζονται οι κάτωθι έμμετρες ενότητες:

Της υγείας ο πατήρ
Είν’ ο καθαρός αήρ.
Όστις εξυπνά αυγήν,
Φέρει και άπω ζωήν.

Δώρον του θεού πολύτιμον είν’ η πιστή φιλία.
Εις τους κακούς δεν δίδεται τοιαύτη ευτυχία.

Ιδιαίτερο μέριμνα παρουσιάζουν και οι αφηγηματικές τεχνικές του Γεροστάθη, οι οποίες αντανακλούν τόσο της παιδαγωγική του ενημέρωση όσο και τη δημιουργική αναξιότηταεπάρκεια του Λ. Μελά. Κεντρικός αφηγητής τα ‘ιστορίας’ συνιστά κάποιος από τους μικρούς φίλους του Γεροστάθη, ο οποίος αφηγείται τα περιστατικά ως ενήλικας πλέον, επιστρατεύοντας τη ανάμνηση του και παρεμβαίνοντας ιστορικά με την ώριμη και κριτική του ματιά. Στά προοιμιακό κεφάλαιο εκθέτει τις βασικά αφηγηματικά στοιχεία και μέσω μιας περιληπτικής αφήγησης μας δίνει βασικά βιογραφικά και ηθογραφικά στοιχεία του κεντρικού ήρωα. Ακόμη εστιάζει στον σύστημα οργάνωσης του αφηγηματικού του υλικού τονίζοντας αφενός της κειμενική φύση του έργου του, από την άλλη μεριά δε το ρεαλιστικό του χαρακτήρα.

Ο ενδοδιηγηματικός αφηγητής πλέκει τον κεντρικό καμβά της ιστορίας και μέσω από 1 ανάδρομη αφήγηση με εσωτερική προοπτική μεταφέρει τον αναγνώστη στα προεπαναστατικά χρόνια, και συγκεκριμένα στίς 1820, εποχή που είναι τον αφηγημένο χρόνο οι ιστορίας. Εναντίον τη περίοδο της ροής της υποτυπώδους και προσχηματικής πλοκής η αφήγηση ανατίθεται σε δευτερεύοντες αφηγητές, ιστορικά "πρόσωπα" της ιστορίας, οι οποίοι διηγούνται το εγκιβωτισμένο ιστορικό ή λογοτεχνικό υλικό, το οποίο επισκιάζει σε μεγάλο βαθμό το κύριο αφηγηματικό πλαίσιο, μετατρέποντας τα κείμενο σε "πολυπολιτισμικό διακείμενο". Μέσω των διακειμενικών σχέσεων ο αφηγημένος χωροχρόνος διακτινώνεται οριζοντίως και καθέτως με αποτέλεσμα οι τέρψη και ωφέλεια του αναγνώστη.

Τη πλούσιο αυτό και ετερογενές αφηγηματικό υλικό εντάσσεται πολύ λειτουργικά στά κείμενο και με τη χρῆσις πληθώρας ρητορικών σχημάτων, όπως της αναλογίας, της παρομοίωσης και κατεξοχήν της μετωνυμίας, ο συγγραφέας κατορθώνει να μας δώσει ένα συνεκτικό έργο, εντελώς πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα τα εποχής, με εμφανή ειδολογικά χαρακτηριστικά της εγκυκλοπαιδικής λογοτεχνίας, που κυκλοφορούσε την ίδια εποχή στον ευρωπαϊκό σημείο ( Εσκαρπί, 1995).

H ποικιλία των αφηγηματικών τρόπων εκφράζει τα παιδαγωγικές ανησυχίες του Λ. Μελά και απηχεί καινοτόμες για τον εποχή του 1858 απόψεις. Πρώτιστο σκέψη του συγγραφέα η πρόκληση του ενδιαφέροντος των παιδιών μέσω τα εναλλαγής των τεχνικών αφήγησης. Προς της κατεύθυνση ταύτη λειτουργεί η τεχνική τα ερωταπόκρισης, πού τα τέκνα εκφράζουν ερωτήσεις δίνοντας τον ευκαιρία στο Γεροστάθη να εξηγήσει και να νουθετήσει. Τον όμοιο στόχο εξυπηρετεί και το κλείσιμο πολλών ενοτήτων με 1 προδρομική νύξη για τον επόμενη ιστορία, γεγονός όπου δημιουργεί το ενδιαφέρον των ακροατών και στην ύπαρξη των αναγνωστών να πληροφορηθούν τη συνεχώς. Τέλος, η διεκπεραίωση τα αφήγησης γίνεται κάποιες φορές με «σκηνικό τρόπο» ανάμεσα από την προσχηματικό διάλογο Γεροστάθη -παιδιών που, αν και δεν ανταποκρίνεται σε αισθητικές και παιδαγωγικές αξιώσεις, καθώς αναπαριστά απορίες 1 ιδεατού παιδιού, συνιστά κάποια εξέλιξη για τη σιωπηρή ακινησία του αλληλοδιδακτικού σχολείου.

Οι αφηγηματικοί τρόποι και η ατόφια αναφορικότητα του κειμένου έχουν ιδεολογικές και παιδαγωγικές προεκτάσεις, ιδίως δε το αναπλαισιωμένο ιστορικό υλικό, το οποίο αξιοποιείται από το συγγραφέα για τα καλλιέργεια τα βούλησης των παιδιών και για τη διαμόρφωση της ηθικής και εθνικής τους συνείδησης, κύριο αίτημα οι εποχής και βασική παιδαγωγική έγνοια του Λ. Μελά.

Σε γενικές γραμμές οι κοινωνικές και ιδεολογικές επιδιώξεις, που είναι διάχυτες στα τρία τμήματα του έργου, μπορούν να συνοψιστούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: α) Ο έντονος ηθικοδιδακτισμός που αποβλέπει στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Στά αξιακό τρόπο του Γεροστάθη κυριαρχούν οι αστικές αξίες, με επικρατέστερες την ευνομία, τον αλληλοσεβασμό, την μόρφωση, την κοινωνική αλληλεγγύη, οι καθαριότητα, τον υγεία, τη φιλία και τη ευσπλαχνία, οι οποίες προβάλλονται ως βασικές προϋποθέσεις της εθνικής αναγέννησης. Στο πλαίσιο των ηθικοποιητικών του στόχων κατακρίνονται το ψεύδος, η ακηδία, η γαυρίαμα, μονοπετρο με μαυρη πετρα η φιλαργυρία, η επιδειξιομανία και ακόμα η ανάγνωση των μυθιστορημάτων, τα οποία ελέγχονται ως φθοροποιά αναγνώσματα. β) Ο πατριωτισμός με την σήμα της καλλιέργειας του εθνικού φρονήματος στην προοπτική οι εθνικής ολοκλήρωσης με την ενσωμάτωση των υπόδουλων ελληνικών τμημάτων παρόλα αυτά και της φιλοπατρίας γενικότερα με στόχο την εθνική ανάπτυξη. γ) Ο θρησκευτισμός που έχει σκοπό στην εγχάραξη των χριστιανικών ιδεωδών στη συνείδηση των παιδιών (Πυλαρινός, 2000).

Κατά ολοκληρίαν διαπιστώνεται ότι στο πανεμορφο της αγωγής του Λ. Μελά συμφύρεται ο κλασικός τύπος του ‘καλού καγαθού’ με τα αρετές την χριστιανικής ιδεολογίας. Χαρακτηριστικά συνιστά τα κάτωθι χωρία:

«Πόσον τω όντι ευτυχέστεροι των άλλων χριστιανών του κόσμου είμεθα ημείς οι Έλληνες χριστιανοί, έχοντες διπλούν κέντρον προς οι ηθικήν βελτίωσίν μας, τας αρετάς των προγόνων μας αφ’ενός, και τας θείας διδασκαλίας του Ιησού αφ’ετέρου.
Πώς να μη γίνωμεν φιλάνθρωποι και προς τους συμπολίτας ημών ευεργετικοί, αν αληθώς είμεθα και Έλληνες και Χριστιανοί.
Οι ένδοξοι πρόγονοί μας Περικλής, Κίμων, Σωκράτης, Επαμεινώνδας, την αγαθοποιίαν μας διδάσκουν. Ο δε φιλάνθρωπος Ιησούς και δια των πράξεών του και δια των θείων του λόγων τον αγάπης του πλησίον κατά κυρίως λόγο μας παραγγέλλει, ως τον μέγαν και θείον νόμον, […]».

«[…] Τοιαύται χριστιανικαί τωόντι ευχαί μόνον από καρδίας ευγενείς, αμνησικάκους και φιλοπάτριδας δύνανται να εξέλθωσι. Τοιαύτας δε καρδίας έχοντες οι προπάτορές μας και αυτοί απεθανατίσθησαν και τον αρχαίαν Ελλας εδόξασαν […]».

Αξιοσημείωτη ακόμα είναι η κριτική που ασκεί στά υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο εστιάζει στη στείρα προγονολατρία και την παπαγαλισμός και παράλληλα οι καινοτόμες για τα εποχή την μηχανιστικής αγωγής προτάσεις του για το διδασκαλία την ιστορίας. Οι θέσεις ταύτες προβάλλονται με σαφήνεια εντώς από το σκοπιά του ενήλικα αφηγητή στο ακόλουθο παράθεμα:

«[…] Αλλά σήμερα συμπεραίνω ότι ο αγαθός γέρων επρότρεπε τότε την διδάσκαλόν μας να μη περιορίζεται εις την απλήν διήγησιν των συμβεβηκότων τα Ελληνικής ιστορίας, αλλά να προκαλή κυρίως την προσοχήν μας εις τας αρετάς και εις τας κακίας των προγόνων μας, ομοίως μιμώμεθα τας πρώτας και αποφεύγωμεν τας δευτέρας. Επί εκάστου δε συμβεβηκότος, επί εκάστης πράξεως, επί εκάστου λόγου να γυμνάζει της κρίσιν μας, και να μορφόνη τα καρδίαν μας.

Ταύτα δε υποθέτω, γιατί πολλάκις ηκούσαμεν τον Γεροστάθην λέγοντα ότι η εκπαίδευσις, οσάκις περιορίζεται εις τα να φορτόνη μόνον τον μνήμην του μαθητού, δίχως να γυμνάζη συγχρόνως την κρίσιν του και να ηθοποιή της καρδίαν του, είναι εκπαίδευσις ατελεστάτη, ανακριβής και αθλία. »

Μακρύ ενδιαφέρον ακόμη παρουσιάζει η εμφάνιση στις σελίδες του Γεροστάθη του τρίσημου σχήματος ερμηνείας τα ιστορίας, που καθιερώθηκε από τον μονοπετρο ροζ χρυσο Κ. Παπαρηγόπουλο σε μια πρωτόλεια έκφανση τα 1853. Χαρακτηριστικές είναι οι ενότητες όπου αναφέρονται στον Μ. Κωνσταντίνο(σ. 258) και στον Κ. Παλαιολόγο(σ. 516), όπου διαφαίνεται η θέση της εθνικής συνέχειας με συνδετικό κρίκο το Βυζάντιο, το οποίο προβάλλεται ως ελληνικό σε μια πρώιμη λογοτεχνική πραγμάτευση. Τέλος, η γλώσσα του Γεροστάθη συνιστά μια ήπια και προσιτή καθαρεύουσα, εμπλουτισμένη με λαϊκά στοιχεία και η οποία αποκλίνει από το συνβατικό της επίσημης νόρμας στη μορφή και τη συγκρότηση, στοιχείο που λειτουργεί θετικά για το λογοτεχνικότητα και την πρόσληψη του κειμένου.

Ο Γεροστάθης από τα πρώτη έκδοση έτυχε θερμής υποδοχής τόσο από τη αναγνωστικό λαο όσο και από τα κριτική. Στίς επόμενα δεκαετίες θα γνωρίσει αρκετές επανεκδόσεις[1] εντός και εκτός ορίων του ελληνικού κράτους και σύμφωνα με αρκετές μαρτυρίες θα εισαχθεί ως αναγνωστικό στο Δημοτικό Σχολείο ( Εστία, 1886).[2] Κατά τη δεκαετία 1870 - 1880 ο νεοϊδρυθείς Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων θα αποστείλει μονοπετρο μαζι με βερα το βιβλίο σε Δημοτικά Σχολεία της Ελλάδας και των ελληνικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ( Μπονίδης, 1996 ). Οι λόγοι για τους οποίους κυκλοφορεί ως σχολικό ανάγνωσμα και μετά τα καθιέρωση της συνδιδακτικής μεθόδου το 1880 είναι πολλαπλοί και έχουν σχέση τόσο τη περιεχόμενο και τη σύνθεσή του σε ενιαίο μονοπετρο με μπριγιαν αφηγηματικό σύνολο όσο και τις εγγεγραμμένες παιδαγωγικές και ιδεολογικές αρχές, μοτίβα που ανταποκρίνονται στις αρχές της ερβαρτιανής παιδαγωγικής και ιδιαίτερα στον τρόπο όπου πραγματώθηκε στην Ελλάδα οι Μεγάλης Πρότασης, όπου οι ερβαρτιανές αρχές της διαμόρφωσης ηθικού χαρακτήρα συνδέθηκαν υπό διαμόρφωση την εθνικής κληρονομίας, στον προσδιορισμό της οποίας η νόημα της μονοπετρο ονειροκρίτης εθνικής συνέχειας και της θρησκείας έπαιξαν καθοριστικό ρόλο (Κοντονή, 1997).

Ευνοϊκά για την αξιοποίησή του ως σχολικού αναγνώσματος λειτούργησε και το διάταγμα του 1882 που αναφέρεται τα σχολικά εγχειρίδια και καθιερώνει οι ερβαρτιανή σύστημα δομής των αναγνωστικών με συνεχή μάζα, ιστορικού ιδίως χαρακτήρα ( Λέφας, 1942, Καψάλης- Χαραλάμπους, 1995 ) και ακόμα το ελαστικό καθεστώς σχετικά με τον τρόπο έγκρισης και διακίνησης των βιβλίων στα σχολεία, που κρατούσε ως συνάρτηση να ακυρώνεται στην εκπαιδευτική πράξη η επίσημη ρητορεία περί ομοιομορφίας στην ανατροφή σε όλο τον 19ο αιώνα (Κουλούρη, 1999)

1 των πρώτων επανεκδόσεων του Γεροστάθη με το αρχικό κείμενο του 1858 μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Λέων Μελάς με την επιστροφή του στην Ελλάδα παραεμβαίνει στο πρωτογενές του δημιούργημα με τροποποιήσεις, που αναφέρονται τη γλωσσική μορφή του έργου στην προοπτική της προσαρμογής του στο φαινόμενο του εξαρχαϊσμού και ομογενοποίησης του γλωσσικού κώδικα.

Στά παρόν άρθρο θα επικεντρωθούμε σε δύο ειδικές και πολύ σημαντικές επανεκδόσεις του Γεροστάθη, οι οποίες προορίζονται για σχολική χρήση και συνιστούν συγκεκριμένες περιπτώσεις αναπλαισίωσης, καθώς ανατοποθετούνται στον σχολικό χώρο από επίσημους φορείς. Η πρώτη συσχετίζεται με την έκδοση του Ομίλου Προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, τη 1884, και η 2 μια έκδοση της Κωνσταντινούπολης, την ίδια χρονιά, από το τυπογραφερίο του Ισάξιος. Κορομηλά, με άδεια του Υπουργείου τα Δ. Επιμόρφωσης. Η συγκριτική θεώρηση των δύο εκδόσεων με τα αρχική μας δείχνει ότι και στις δυο περιπτώσεις οι φορείς αναπλαισίωσης επέφεραν σημαντικές τροποποιήσεις στο πρωτογενές κείμενο με στόχο τα προσαρμογή του στα ιδεολογικά και παιδαγωγικά συγκείμεÎ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *